συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι
ΝΜΑ, και ενεργ
τ. συναναστρέφω ΜΑ
έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. (σχετικά με την ενανθρώπιση τού Χριστού) ζω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῑς ἀνθρώποις συνανεστράφη», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ενεργ. γυρίζω προς τα πίσω μαζί με κάποιον («εἶτα συνανέστρεφον ἅπαντες ἀνακαλούμενοι Καίσαρα καὶ γυμνὰ τὰ ξίφη προϊσχόμενοι», Πλούτ.)
2. μέσ. παλεύω, αγωνίζομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναστρέφομαι «συμπεριφέρομαι, τριγυρνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναναστρέφομαι — συναναστρέφομαι, συναναστράφηκα βλ. πίν. 210 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναναστρέφομαι — συναναστράφηκα, έχω σχέσεις κοινωνικές με κάποιον: Συναναστρέφεται υψηλά πρόσωπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναναστρέφομαι — συναναστρέφω turn back together pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθομιλώ — (Α καθομιλῶ, έω) νεοελλ. (μόνον ο τ. τού θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καθομιλουμένη η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ομιλία του ο λαός, η δημοτική, σε αντίθ. προς την καθαρεύουσα αρχ. 1. προσελκύω κάποιον, κερδίζω κάποιον με την καθημερινή… …   Dictionary of Greek

  • προσδιατρίβω — Α 1. συναναστρέφομαι με κάποιον («ἑαυτοὺς αἰτιάσονται οἱ προσδιατρίβοντές σοι τῆς αὑτῶν ταραχῆς καὶ ἀπορίας», Πλάτ.) 2. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι 3. διαμένω, παραμένω κοντά («πυρὸς ὄγκῳ προσδιατρίβοντος», Πλούτ.) 4. μένω περισσότερο χρόνο.… …   Dictionary of Greek

  • προσυνδιατρίβω — Μ συναναστρέφομαι με κάποιον προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνδιατρίβω «περνώ τον καιρό μου με κάποιον, συναναστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγχρώμαι — άομαι, Α 1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.) 3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι… …   Dictionary of Greek

  • συμπροσμ(ε)ίγνυμι — Α συναναστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”